- φροντίζω
- ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.)2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, -η, -ο, και πεφροντισμένος, -η, -ονπεριποιημένος, επιμελημένοςνεοελλ.1. (με αιτ. προσ.) περιποιούμαι ή υπηρετώ κάποιον («τόν φροντίζει μια νοσοκόμα»)2. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως επίρρ.) φροντισμέναα) με φροντίδα, με επιμέλειαβ) με προσοχή3. φρ. «φροντίζω να...» — επιδιώκω να...αρχ.1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι («ἐγῶ φροντίζων εὐρίσκω ἐμοὶ... εἶναι οὐδένα σευ ἄνδρα εὐνοέστερον», Ηρόδ.)2. είμαι γεμάτος φροντίδες ή ανησυχίες3. κρίνω, εξετάζω4. επινοώ, μηχανώμαι5. είμαι υπεύθυνος για κάτι («φροντίζω τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων», Κύριλλ.)6. παθ. φροντίζομαιγίνομαι αντικείμενο φροντίδας, μέριμνας («οὐκ ἐπιβουλευόμενον, ἀλλὰ φροντιζόμενον μή τι πάθῃ», Ξεν.)7. (το ουδ. τής μτχ. ενεργ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ πεφροντικόςφροντίδα, σκέψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής λ. φρήν, φρενός (για τον σχηματισμό τής λ. και το δυσερμήνευτο οδοντικό -τ- βλ. λ. φροντίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.